Σωπή

Σωπή
Σωπή,
A = Σιωπή, prob. cj. in Emp.123;

σωπὴ γενέσθω Call.Iamb. 1.102

, cf. 255.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σωπή — silence fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωπή — ἡ, Α βλ. σιωπή …   Dictionary of Greek

  • σιωπή — η, ΝΜΑ, και σπάν. τ. σωπή Α 1. η έλλειψη, η διακοπή, η παύση τής ομιλίας (α. «ο πρόεδρος τού σώματος επέβαλε σε όλους σιωπή» β. «τῇ... σάλπιγγι σιωπὴ ὑπεσημάνθη», Θουκ.) 2. (κατ επέκτ.) η έλλειψη κάθε θορύβου, ησυχία, γαλήνη, σιγή (α. «άκρα τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”